- οργανάριος
- ὀργανάριος, ὁ (Α)αυτός που παίζει πνευστό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + κατάλ. -άριος (πρβλ. αποθηκ-άριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀργανάριοι — ὀργανάριος fistularius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek